Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

Η φαντασία στην εξουσία

Το ανδρείκελο που παριστάνει τον πρωθυπουργό έχει κατά τα φαινόμενα πείσει τον εαυτό του πως είναι αντιεξουσιαστής, εκτός βέβαια από εχθρός του ΔΝΤ και δυνάμει διαδηλωτής κατά της τρόικας. Το ό,τι εμάς δεν μας πείθει δεν είναι κάτι που μπορεί να τεθεί υπό εξέταση. Είναι όμως πράγματι δυνατόν να έχει πείσει τον εαυτό του;

Ο πρωθυπουργός στήριξε την προπαγάνδιση της πολιτικής του, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την έτσι και αλλιώς συζητήσιμη νομιμοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος, στο αναπόφευκτο της χρεοκοπίας και στον μονόδρομο που ανοίγεται μπροστά μας προκειμένου να γλιτώσουμε από τα καταστροφικά της αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα δηλαδή αρνείται τον ίδιο τον ρόλο του, τον ρόλο δηλαδή που θεωρητικά σχετίζεται με το να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις που είναι στην ουσία τους, το λιγότερο, ενδεχομενικές, για να πετύχει σκοπούς που είναι επίσης, το λιγότερο, μη αναγκαίοι. Αυτή είναι άλλωστε η έννοια της πολιτικής βούλησης, της ελευθερίας και εν τέλει το νόημα στην φράση εθνική κυριαρχία, την οποία άλλωστε προ πολλού και αυτήν απεμπόλησε. Ο Παπανδρέου δηλαδή, θεωρώντας πως έτσι και αλλιώς δεν του μένουν πολλά να κάνει, δεν θεωρεί πως ασκεί κάποιας μορφής εξουσία, άρα ονομάζει τον εαυτό του αντιεξουσιαστή. Δεν αποφασίζει, κατά τον ίδιο, για κάτι, και έπειτα επιχειρεί να υλοποιήσει της απόφασή του, επιβάλλοντας στους, ας πούμε, εξουσιαζόμενους, να ευθυγραμμιστούν με αυτήν. Είναι μάλλον η χείρα του Θεού, που απλώς αναγνωρίζει την αναγκαιότητα που αποτελεί την κινητήριο δύναμης της ιστορίας και της πολιτικής και επιχειρεί να κινηθεί με τον καλύτερο τρόπο όπως αυτή επιτάσσει προκειμένου να υπερκεραστούν τα προβλήματα και να συνεχιστεί η πρόοδος. Περιπίπτει με λίγα λόγια στην πλάνη να θεωρεί αντιεξουσιαστή αυτόν που αρνείται την εξουσία, όχι δυνάμει μίας φιλοσοφικής ανάλυσης, πολιτικής επιλογής και ηθικής στάσης, αλλά αυτόν που μπροστά στο αναπόδραστο της ανάγκης, του αντίστοιχου δηλαδή της εξουσίας στο φιλοσοφικό πεδίο, υποτάσσεται σε αυτήν και συμπεραίνει πως κάθε εξουσία έιναι άνευ νοήματος μπροστά στην υπέρτατη εξουσία του Νόμου.

Ο αντιεξουσιαστής όμως ακολουθεί την ακριβώς αντίθετη πορεία από την «σκέψη» του Παπανδρέου. Υιοθετεί και ενσαρκώνει μία πολιτική στάση ακριβώς επειδή είναι δυνατή. Επειδή είναι λογικά και κοινωνικά και υλικά δυνατή μία κοινωνία χωρίς θεσμούς ιεραρχίας και εξουσίας, και επειδή θέλει να ζήσει αγωνιζόμενος ενάντια σε κάθε θεσμό στην δεδομένη κοινωνία που επιβάλλει και αναπαράγει τέτοιες σχέσεις.

Το ανδρείκελο δηλώνει αντιεξουσιαστής επειδή στέκεται απέναντι στον κόσμο και τον βλέπει ως κάτι το δεδομένο, το θετικό. Αναγνωρίζει την αναγκαιότητα των οικονομικών και κοινωνικών νόμων και υποτάσσεται. Ο αντιεξουσιαστής στέκεται απέναντι στον κόσμο και σε αυτόν βλέπει αυτό που μπορεί να είναι το δικό του δημιούργημα˙ αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, της οικονομίας και της πολιτικής. Ο αντιεξουσιαστής είναι η δύναμη της άρνησης που απειλεί να καταστρέψει την ίδια την εξουσία και τους θεσμούς της, το θετικό στο οποίο υποτάσσεται και στο οποίο θέλει να υποτάξει και εμάς ο Παπανδρέου.

Ο Παπανδρέου όμως θα την πατήσει γιατί ο τρόπος σκέψης του αποκαλύπτει μία ακόμη, κρίσιμη για τον ίδιο, συνέπεια, δυνάμει της διαφοράς της από αυτήν από αυτήν των αντιεξουσιαστών: όταν αναγνωρίζεις τα πάντα ως ανάγκη, τότε φυσικά δεν γνωρίζεις την ελευθερία σου. Για κακή σου τύχη όμως κάποιοι άλλοι γνωρίζουν την δική τους. Μοιραία(!), η οργή κάποια στιγμή θα ξεσπάσει…

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Αν ο αποχαιρετισμός είναι χλιαρός, μην περιμένεις πολλά από το αντάμωμα...


Η στάση της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης είχε βέβαια διαφανεί από νωρίς.



«Ελεύθερη Μεσόγειος», νότια της Κύπρου, Σάββατο 29-5-2010

Το Ισραήλ έχει ισχυρούς συμμάχους στην περιοχή μας. Την ελληνική κυβέρνηση και την κυπριακή κυβέρνηση, που σε στενή συνεργασία έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να σαμποτάρουν το Στόλο της Ελευθερίας και ιδιαίτερα την ελληνική συμμετοχή σ' αυτή τη μεγάλη πρωτοβουλία διεθνούς αλληλεγγύης προς τον μαρτυρικό και πάντα όρθιο και αντιστεκόμενο Παλαιστινιακό λαό.

Όσοι και όσες συμμετέχουμε στην Πρωτοβουλία «ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΑΖΑ» ζήσαμε τις τελευταίες δυο εβδομάδες πριν τον απόπλου των σκαφών μας, τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να καθυστερήσει την αποστολή, με διάφορα γραφειοκρατικά και νομικίστικα τερτίπια. Είδαμε το Λιμενικό να μπουκάρει στο φορτηγό μας και να συλλαμβάνει εθελοντές που έκαναν εργασίες και να προσπαθεί να τους σύρει στο αυτόφωρο. Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε ακόμη και στη Ρόδο, τελευταίο σταθμό των δυο σκαφών στην Ελλάδα. Το Λιμενικό εμφανίστηκε ζητώντας ένα συγκεκριμένο χαρτί, το οποίο με ευθύνη του υπουργείου Ναυτιλίας δεν είχε παραδοθεί, μολονότι το καράβι μας πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις. Με όλα τούτα, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να μας καθυστερήσει μερικές μέρες, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την πραγματοποίηση της αποστολής.

Τη μέρα που αποπλεύσαμε, με τις ευχές ολόκληρου του ελληνικού λαού, που είναι γνωστά τα αισθήματά του για τον αδελφό Παλαιστινιακό λαό και τη μακρόχρονη αντίστασή του, άρχιζε κοινή στρατιωτική άσκηση των ελληνικών με τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στηρίζουν τους μακελάρηδες του Παλαιστινιακού λαού και συνεκπαιδεύονται μαζί τους! Τα ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα βοηθούν να εκπαιδευτούν τα αεροπλάνα που δολοφόνησαν τα γυναικόπαιδα της Γάζας και ετοιμάζονται να το ξανακάνουν.

Η ελληνική κυβέρνηση αγκαλιάζεται με εκείνους που ετοιμάζονται να κάνουν -και δεν διστάζουν να το διακηρύξουν σε όλο τον κόσμο- πειρατικό ρεσάλτο σε πλοία που φέρουν την ελληνική σημαία και να συλλάβουν Έλληνες πολίτες, επειδή ασκούν το νόμιμο δικαίωμά τους να πλέουν ελεύθερα σε όποιον προορισμό επιλέγουν. Ο αναπληρωτής ΥΠΕΞ Δ. Δρούτσας, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, έκανε μια κατάπτυστη δήλωση, πιστό αντίγραφο της δήλωσης που είχε κάνει τον Αύγουστο του 2008 ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Ε. Αντώναρος. Μια δήλωση που αναγνωρίζει τη νομιμότητα της αποστολής μας, ταυτόχρονα όμως μιλά για κινδύνους και μας συστήνει να μην την πραγματοποιήσουμε. Εφόσον όμως είμαστε νόμιμοι, σημαίνει ότι κάποιος άλλος παρανομεί και δημιουργεί κινδύνους για την ασφάλειά μας. Κι αυτός ο άλλος είναι το κράτος του Ισραήλ, συνώνυμο της βαρβαρότητας και της επιθετικότητας. Αντί, λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση να βάλει στη θέση τους αυτούς που μας απειλούν και να υπερασπίσει την ασφάλειά μας, όπως έχει υποχρέωση, τους αγκαλιάζει, πραγματοποιεί κοινές στρατιωτικές ασκήσεις μαζί τους και εκδίδει υποκριτικές ανακοινώσεις, παριστάνοντας τον Πόντιο Πιλάτο.

Αν συμβεί κάτι σε μας ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος αυτής της πολυπληθούς διεθνούς αποστολής, η ελληνική κυβέρνηση θα είναι συνένοχη.

Ο,τι δεν κατάφερε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση το ολοκλήρωσε η Κυπριακή. Όχι μόνο απαγόρευσε την πρόσβαση στα σκάφη του Στόλου της Ελευθερίας, αλλά φυλάκισε δεκάδες Έλληνες, Κύπριους και ξένους (μεταξύ των οποίων βουλευτές, ευρωβουλευτές, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί), απαγορεύοντάς τους να βγουν με ιδιωτικά σκάφη στ' ανοιχτά και να επιβιβαστούν στα σκάφη του Στόλου της Ελευθερίας. Ανάγκασε τους περισσότερους (πλην Ελλήνων και Κυπρίων) να περάσουν στα κατεχόμενα και να αναζητήσουν από εκεί ιδιωτικό σκάφος που θα τους βγάλει στ' ανοιχτά. Ενήργησε, δηλαδή, σαν εντολοδόχος του σιωνιστικού κράτους. Απαγόρευσε στα δύο σκάφη του
Free Gaza Movement, τα οποία παρουσίασαν πρόβλημα, να βγουν και να ελλιμενιστούν σε κυπριακά λιμάνια. Όταν ο Έλληνας καπετάνιος του ενός σκάφους επέμεινε ότι δεν βγαίνει στα κατεχόμενα, αλλά θα βγει σε κυπριακό λιμάνι, γιατί το σκάφος του έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα, του έστειλαν επιθεωρητή, ο οποίος είδε τη ζημιά, αλλά δεν παρέλειψε να πει σε μέλος του πληρώματος: «γιατί δεν βγαίνετε στην Αμμόχωστο;»! Κύπριος κρατικός υπάλληλος έσπρωχνε ελληνικό πλήρωμα ιδιωτικού σκάφους (με αμερικανική σημαία) να βγει στα κατεχόμενα! Δηλαδή, η κυπριακή κυβέρνηση λειτούργησε και σαν κοινός προβοκάτορας. Προς τιμήν του ο Έλληνας καπετάνιος αρνήθηκε να βγει στα κατεχόμενα και με μεγάλη επιμονή επέβαλε στις κυπριακές αρχές να δεχτούν να βγάλει το σκάφος του σε ναυπηγείο της Λεμεσού.

Καταγγέλλουμε αυτά τα γεγονότα σε όλο τον ελληνικό λαό. Δηλώνουμε πως παρά τα όσα υποστήκαμε μέχρι τώρα και παρά τις απειλές του σιωνιστικού κράτους, θα συνεχίσουμε την αποστολή μας, μεταφέροντας μήνυμα αλληλεγγύης από τον Ελληνικό στον αδελφό Παλαιστινιακό λαό. Αυτή την εντολή έχουμε και θα τη φέρουμε σε πέρας.

Μιχάλης Γρηγορόπουλος
(ναύτης στην «Ελεύθερη Μεσόγειο», μέλος της Πρωτοβουλίας «Ένα Καράβι για τη Γάζα»)

Ανδρέας Μουστάκας

(επιβάτης στην «Ελεύθερη Μεσόγειο», μέλος της Πρωτοβουλίας «Ένα Καράβι για τη Γάζα»)

Η κρατική βία είναι πάντα ασύμμετρη

Από πολλές πλευρές ακούστηκε ως αντίδραση στην επίθεση στα πλοιάρια του στόλου για την ελευθερία η φράση ασσύμετρη βία, εννοώντας προφανώς περισσότερη βία από αυτήν που δικαιούνταν να χρησιμοποιήσει η ισραηλινή πλευρά. Με δεδομένο αφενός πως βάσει κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου το Ισραήλ δεν είχε κανένα δικαίωμα να ασκήσει ούτε καν την ελάχιστη βία και αφ’ ετέρου πως δεν αποκυρήσσεται η χρήση βίας εν γένει(όπως πρέπει όλοι εμείς να κάνουμε, εγκαλούμενοι κάθε φορά που συμβαίνει το παραμικρό στην χώρα), τα συμπεράσματα εξάγονται αβίαστα: Η μεν βία είναι προνόμιο της κρατικής εξουσίας, η δε εκτίμηση του δικαίου της χρήσης της δεν υπακούει καν σε θεσμοθετημένους κανόνες λειτουργίας των οργάνων καταστολής διά των οποίων την ασκεί. Αν συνυπολογίσει σε αυτό κανείς και την αποστροφή εφόσον οι ενέργειες των ακτιβιστών είναι σύννομες, τότε η σκιά που ρίχνεται στην ανθρωπιστική προσπάθεια ένα καράβι για τη Γάζα, παρέχει ένα ακόμη μέτρο του τι συνιστά- ή τι μπορεί να συνιστά- το σύννομο. Μία γεύση από την άσκηση του ούτως ή άλλως γνωστού αυτού δόγματος, πήραν όσοι διαδήλωναν χθες έξω από την πρεσβεία του Ισραήλ στην Αθήνα.


Ο φόβος τους είναι τόσο μεγάλος που δεν ανέχονται ούτε μία διαδήλωση μάλλον μέσου μεγέθους, ενάντια σε μία απάνθρωπη πράξη διεθνούς κλίμακας, στη διάρκεια της οποίας έγινε επίθεση και σε ελληνικό έδαφος! Πρέπει να αισθάνονται πολύ αδύναμοι…

Σημεία και τέρατα

1. Η επίθεση και η σφαγή από τον Ισραηλιτικό στρατό των ακτιβιστών του στολίσκου που κατευθύνονταν προς την Γάζα αποτελεί κατάφωρο έγκλημα και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ή να αναγνωριστούν ελαφρυντικά στους επιτιθέμενους.


2.Στον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων με την μορφή που αυτός έχει λάβει από το 1948 και εδώ, είναι σαφές πως οι δύο πλευρές δεν είναι ισότιμες. Τουναντίον, πρόκειται για μία ιδιότυπη και ασύμμετρη σύγκρουση μεταξύ ενός κυρίαρχου κράτους και μιας αρχής με εθνικό-θρησκευτικό απελευθερωτικό χαρακτήρα, η οποία σε ότι αφορά το διπλωματικό πεδίο άλλοτε αντιμετωπίζεται ως ισότιμος συνομιλητής και άλλοτε όχι.


3.Ο συσχετισμός ισχύος είναι συντριπτικά υπέρ του κράτους του Ισραήλ. Αυτό αφορά το οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό σκέλος.


4.Η σύγκριση των καταστροφών (στρατιωτικών, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών), τουλάχιστον σε ότι αφορά τα τελευταία δέκα χρόνια, επιβεβαιώνει το γεγονός πώς οι Παλαιστίνιοι είναι ο μεγάλος χαμένος της σύγκρουσης.


5.Στην λωρίδα της Γάζας διαπράττεται μία γενοκτονία. Αν ο αποκλεισμός ενάμιση εκατομμυρίου ανθρώπων σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και απομόνωσης δεν συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας τότε αναρωτιέμαι για ποιο λόγο εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη ο όρος αυτός.


6.Το δίκαιο είναι με το μέρος των Παλαιστινίων. Αξιώνουν την συγκρότηση δικού τους κράτους˙ τόσο βάσει αντικειμενικών όρων όσο και με βάση αποφάσεις διεθνών οργανισμών έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν.


7. Επ’ ουδενί ταυτίζουμε τους Εβραίους του Ισραήλ και της διασποράς ως φύλο με την μιλιταριστική ειδεχθή πολιτική του Ισραήλ. Επ’ ουδενί υιοθετούμε ή ανεχόμαστε οποιαδήποτε ρατσιστική προσέγγιση σε αυτήν την σύγκρουση ή οπουδήποτε αλλού. Επ’ ουδενί επιτρέπουμε σε αντι-αντισημιτικές αναλύσεις να συσκοτίζουν το φρικτό έγκλημα που διαπράττεται από το Ισραήλ στην Παλαιστίνη και το δίκαιο του αγωνιζόμενου παλαιστινιακού λαού.


8.Δεν υιοθετούμε και δεν υποστηρίζουμε την αναγνωρισμένη εκμετάλλευση του αγώνα του παλαιστινιακού λαού από άλλα αραβικά κράτη που λυσαλλέα αντιμάχονται το Ισραήλ. Σε καμία περίπτωση δεν αισθανόμαστε εγκύτερα με αυταρχικά καθεστώτα τύπου Ιράν, Συρίας ή άλλα επειδή συντάσσονται με τους Παλαιστινίους.


9.Αναγνωρίζουμε πως δεν είναι όλα τα αραβικά κράτη της ίδιας πολιτικής στάσης, όπως δεν έιναι και τα ευρωπαϊκά. Τα αραβικά κράτη έχουν εξίσου αντικρουόμενα συμφέροντα και οι καπιταλιστικές ελίτ τους συνάπτουν συμμαχίες και εμπλέκονται σε οικονομικές και πολιτικές συγκρούσεις όπως όλες οι καπιταλιστικές (ή/και θρησκευτικές) ελίτ στον κόσμο.


10.Η παγκόσμια κοινότητα με την στάση της έχει προ πολλού ταχθεί υπέρ του κράτους του Ισραήλ, κυρίως για προφανείς και γνωστούς οικονομικούς και γεω-πολιτικούς λόγους. Μπροστάρηδες είναι πέραν κάθε αμφιβολίας οι ΗΠΑ. Εμείς βρισκόμαστε στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Μέχρι να καταστεί δυνατή μία ακόμη πιο ριζοσπαστική λύση όπως η ίδρυση ενός ενιαίου κράτους με ειρηνική συμβίωση και τον δύο λαών η θέση μας είναι απερίφραστα υπέρ της δημιουργίας ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και καταδίκη της πολιτικής του απάνθρωπου για εχθρούς και φίλους Ισραήλ και της ξεφτιλισμένης διεθνούς κοινότητας. Ο λαός του Ισραήλ έχει κάθε συμφέρον και καθήκον όπως και όλοι οι καταπιεζόμενοι και εκμεταλλευόμενοι λαοί να απαρνηθεί την διάπραξη στο όνομά του τέτοιων εγκλημάτων. Η μακραίωνη βία που εξαπέλυσαν επάνω του σχεδόν οι πάντες πρέπει να γίνει η αρχή που θα οδηγήσει τον ίδιο το εβραϊκό λαό σε εξέγερση ενάντια στο αιμοσταγές καθεστώς που επιβάλλουν οι καταπιεστές του εντός και εκτός των συνόρων του κράτους του˙ όχι ένα άλλοθι για την ανταπόδοσή της.


Παραπέμπω και στα:


http://greekrider.blogspot.com/2009/01/blog-post_03.html
http://e-homosapiens.blogspot.com/2008/12/vs.html
http://aformi.wordpress.com/2010/04/21/ισραήλ-ένα-φυλάκιο-της-αυτοκρατορίας/
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=111,dt=03.01.2009,id=62928380
http://e-cynical.blogspot.com/2008/12/blog-post_31.html
http://www.ifamericansknew.org/index.html



Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Τα κόμματα της Αριστεράς

Για τα κόμματα της αριστεράς είναι μάλλον τέσσερις οι στιγμές στη διάρκεια του 20ου αιώνα που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία τους και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Η πρώτη είναι η περίοδος του Α’ ΠΠ και των επαναστάσεων, επιτυχημένων ή αποτυχημένων, που τον ακολούθησαν. Η δεύτερη είναι αυτή του Β’ ΠΠ. Η τρίτη είναι η περίοδος ‘67/’68 και η τέταρτη αυτή που ακολουθεί την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τώρα ζούμε, κατά την άποψή μου, την πρώτη του 21ου αιώνα.


Ποια μπορεί να είναι η στάση μας σήμερα απέναντί στα κόμματα της αριστεράς εν γένει, αυτών που είναι εντός του κοινοβουλίου και των εξωκοινοβουλευτικών; Πριν από αυτό, ποια είναι η δική τους στάση απέναντι στην παρούσα συγκυρία και απέναντι στην κοινωνία που προσβλέπει σε αυτά; Αρχικά όμως ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ένα τρίτο ερώτημα. Έχουμε λόγους να προσβλέπουμε σε κάτι από τα κόμματα της αριστεράς και αν ναι, τότε σε τι;


Ο τρόπος που τίθεται το ερώτημα είναι σκοπίμως γενικός. Κατά την γνώμη μου, και αυτό είναι κάτι που το έχω γράψει ξανά, η μόνος δρόμος για την αριστερά είναι ενιαίο μέτωπο, ταξικό και προσπάθεια συσπείρωσης των εργαζομένων και όλων όσων αντιδρούν στην επέλαση του κεφαλαίου υπό την σκέπη του. Σε αυτό μπορούμε, θεωρητικά τουλάχιστον, να προσβλέπουμε. Σε μία προσπάθεια ενωτική από τα πάνω(αυτό εννοείται δεν αποκλείει και δεν αντιφάσκει με μία τέτοια προσπάθεια από τα κάτω- θα επανέλθουμε, αλλά εδώ το θέμα μας είναι τα κόμματα).


Υπάρχουν πολλοί που είναι απογοητευμένοι από τα κόμματα της αριστεράς συνολικά. Πολλοί ακόμη που επιχειρούν να τα αγνοήσουν ολοκληρωτικά ή και να τα αποκλείσουν στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν μία πρόταση περί του πώς θα οργανωθεί η δυσαρέσκεια απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου και πώς θα δρομολογηθεί η ταξική σύγκρουση. Προσωπικά θεωρώ πως όσοι αισθάνονται απογοητευμένοι έχουν δίκιο. Ανήκω σε αυτούς. Γιατί όμως;


Στην Ελλάδα, ενδεχομένως και αλλού, αυτό που διαχρονικά προβάλλεται ως το μείζον πρόβλημα της αριστεράς, είναι ο κατακερματισμός της. Σε κάθε εκλογική διαδικασία μετέχουν πάνω από δέκα αριστερά κόμματα, αριθμός που είναι μάλιστα μειωμένος σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, πριν δηλαδή προκύψουν και τα ενωτικά εγχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η διάσπαση στην αριστερά όμως δύναται να αντιμετωπιστεί ως εγγενής της πολιτικής της θέσης. Διότι όταν σκοπός σου είναι η συγκρότηση ενός πόλου εξουσίας που λίγο πολύ θα διαχειρίζεται την κατάσταση, θα κυβερνά εκ περιτροπής και θα έχει ως πολιτική μέριμνα να ακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις με καθυστέρηση 5-10 ετών, τα πράγματα είναι εύκολα. Όταν όμως αποβλέπεις στην ανατροπή του συστήματος, εκκινείς από την θέση της ηττημένη μειοψηφίας και οφείλεις να έχεις μία πρόταση επαναστατική αλλά και συγκροτητική μίας νέας μορφής κοινωνίας, τα προβλήματα είναι πολλά. Πολλώ δε μάλλον στο βαθμό που τα κόμματα της αριστεράς είναι ιστορικά. Κουβαλούν την πορεία μείζονων ανακατατάξεων και προέκυψαν τα περισσότερα από διασπάσεις. Η σύγκρουση δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα διαφορών, ρήξεων και όχι παρθενογενέσεων. Επιπλέον, πολλές από τις περίφημες διασπάσεις προέκυψαν όχι έπειτα από ασκήσεις επί χάρτου, αλλά στην δίνη σοβαρών πολιτικών αναταραχών. Η θεωρία διαφοροποιήθηκε από σοβαρές ή όχι και τόσο σοβαρές διαφορές και στην πράξη. Δεν έχουμε να κάνουμε με την απλουστευτική εικόνα αγκυλωμένων γραφειοκρατών που επιχειρούν να διατηρήσουν μία ταυτότητα μέσα σε ένα τοπίο πολυδιάσπασης. Η διάσπαση είναι κατά την άποψη μου εγγενές στοιχείο μίας αριστερής, ανατρεπτικής πολιτικής πρότασης, και αυτός πρέπει να είναι καταρχάς ένας λόγος για να μετριάζεται η απογοήτευση.


Ένας ακόμη λόγος πρόκλησης απογοήτευσης και δυσπιστίας είναι η γενίκευση την οποία μόλις τώρα ο ίδιος υιοθέτησα. Τα κόμματα της αριστεράς δεν μπορεί συλλήβδην να κατηγορούνται και μάλιστα για το ίδιο έγκλημα. Έτσι, ο καταμερισμός της δυσαρέσκειας οφείλει να κατατάσσει τα περισσότερα μικρά κόμματα(ΚΚΕμ-λ, μ-λΚΚΕ, ΕΕΚ, ΝΑΡ και άλλα), στην δυσαρέσκεια λόγω της διάσπασης και του κατακερματισμού, για την οποία έγραψα. Σε δεύτερη κατηγορία, για τελείως διαφορετικούς λόγους, ανήκουν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ.


Το ΚΚΕ είναι μάλλον η πλέον πονεμένη ιστορία. Ένα κόμμα που έχει καταστεί στη συνείδηση του λαού που δεν το ψηφίζει ορισμός του πολιτικού απολιθώματος(στην καλύτερη περίπτωση) ή συνήγορος υπεράσπισης των αδυνάτων(στην χειρότερη περίπτωση!!!), στο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών στο κοινοβούλιο-δικαστήριο. Αυτή η τελευταία άποψη έναντι στο ΚΚΕ είναι αυτή που νομιμοποιεί στις συνειδήσεις των αντιδραστικών το ΚΚΕ, περισσότερο και από ό,τι το νομιμοποιεί η ιστορία του στις συνειδήσεις των αριστερών. Έτσι καθίσταται δυνατόν να το συγχαίρει για την στάση του ο Μητσοτάκης, ο Χατζηνικολάου και όλο το συνάφι που το κολακεύει και το τοποθετεί στην θέση του(κάποιος πρέπει να είναι και με τους εργάτες) επειδή απλώς δεν το φοβάται(η πρόσφατη μεταστροφή που κόντεψε να μας πείσει πως το ΚΚΕ πρέπει σχεδόν να κυρηχθεί παράνομο, δεν καταδεικνύει τόσο την ισχύ του που άρχισε να τρομάζει, όσο το πόσο αποθρασύνεται μπροστά στον γενικότερο κίνδυνο η άρχουσα τάξη˙ άλλωστε το ίδιο το ΚΚΕ μετά από αυτά έσπευσε να πάρει αποστάσεις ακόμη και από την μεγαλειώδη διαδήλωση της 5/5). Ειδικότερα στην πρόσφατη ιστορία του έχει προβληματίσει, πληγώσει και απογοητεύσει τόσο με την συνεργασία του ’89, όσο και με την στάση του το Δεκέμβρη του ’08(για να μην αναφερθούμε σε άλλες περιπτώσεις μάλλον μικρότερης σημασίας). Τον Δεκέμβρη, έφτασε δε σε σημείο να κατηγορεί τους εξεγερμένους ακόμη και για μαστροπεία!!! Η φοβική του στάση ενώπιον κάθε ριζοσπαστικής πολιτικής πράξης που δεν μπορεί να κατανοήσει και να ελέγξει(να περιφρουρήσει) είναι παροιμιώδης και σε τελική ανάλυση προδοτική. Τον Δεκέμβρη το ΚΚΕ προσέβαλε, πρόδωσε και κατασυκοφάντησε την εξέγερση για να συνταχτεί τελικά με τα πλέον αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας. Έγινε εν τέλει το όχημα που νομιμοποίησε στις συνειδήσεις πολλών ακόμη και προτάσεις όπως η χρήση του στρατού ενάντια στους εξεγερμένους(στη βάση του: αν το λέει ακόμη και το ΚΚΕ, τότε όντως πρόκειται για αλήτες) Η αλήθεια είναι πως όταν ένα κόμμα αποκτά τόσο απροκάλυπτα καταγγελτικό λόγο απέναντι σε ριζοσπαστικά τμήματα της κοινωνίας έιναι δύσκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας. Τι μπορεί να αντιτάξει κανείς μετά από αυτά υπερασπιζόμενος την πίστη πως ακόμη και το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς; Πρώτα πρώτα και κυρίως πώς η τωρινή συγκυρία - για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, δεν είναι Δεκέμβρης. Η διαφορετική κατάσταση, η διαφορετική ανάλυση, ο διαφορετικός ορίζοντας και κυρίως η διαφορετική από κάθε άποψη συμμετοχή αφήνει περιθώρια ώστε να προσδοκά κανείς μία άλλη στάση. Πως το ΚΚΕ έχει σημαντική διείσδυση στην κοινωνία. Πως είναι το κόμμα με την μεγαλύτερη διείσδυση σε χώρους εργασίας˙ εκεί μάλιστα η δράση του αν και συχνά αντιδραστική και αναίτια διασπαστική δεν είναι καθόλου αμελητέα. Πως έχει οργάνωση, που είναι, όπως και να το κάνουμε, χρήσιμη στην σύγκρουση.


Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία άλλη μα εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία, διότι μας δείχνει μια ενδεχόμενη κατάληξη της αιτούμενης ενότητας, όταν επιχειρείται την ίδια στιγμή να διατηρηθεί και να καταστεί ακόμη και επίσημο(βλέπε τάσεις) το δικαίωμα του να διατηρούν οι συμμετέχοντες σχηματισμοί σημαντική αυτονομία έναντι της αρχής. Στον ΣΥΡΙΖΑ η απογοήτευση έχει νομίζω τρεις μείζονες αιτίες. Αρχικά την εσωτερική πολυφωνία που μάλιστα εμπερικλείει και απόψεις που απέχουν τόσο που προκαλούν ερωτηματικά για το νόημα της ίδιας τους της συνύπαρξης. Δεύτερον, την έλλειψη ισχυρής ταξικής βάσης, οργάνωσης και σαφούς πολιτικού στίγματος. Τρίτον, το γεγονός πως ο ΣΥΝ έχει στο παρελθόν ταχθεί υπέρ αποφάσεων όπως η υπερψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ, μία από αυτές που οδήγησαν στην ΕΕ του κεφαλαίου, όπως την γνωρίζουμε πλέον όλοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο να πει κανείς αν πέτυχε ή όχι ως πολιτικό εγχείρημα. Η αίσθησή μου είναι πως απέτυχε, αν και η εμπειρία της διαδρομής του είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Σε περιπτώσεις όπου είχε την ευκαιρία- πάλι εδώ ο Δεκέμβρης και μαζί η δημοσκοπική άνοιξη που προηγήθηκε- να διαμορφώσει ένα ρεύμα επιρροής και κυρίως να αποσαφηνίσει τα πολιτικά του χαρακτηριστικά, απέτυχε παταγωδώς και είναι σήμερα ένα κόμμα του οποίου πολλοί τις θέσεις αγνοούν- ακόμη και εντός του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξελιχθεί σε κόμμα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων˙ είναι η εναλλακτική που εγκαταλείπουν τελευταία. Η πολυφωνία έγινε συνώνυμη της έλλειψης πολιτικής βούλησης και απόφασης και μοιραία ταλανίζεται μονίμως από τα εσωτερικά του. Μοιραία φαίνεται δεμένος γύρω από τον πάσαλο της εσωτερικής ισορροπίας του.


Με τα παραπάνω δεδομένα, ας επιστρέψουμε στην αφετηρία. Έχουμε λόγους να προσβλέπουμε σε μία ενωτική προσπάθεια από τα επάνω, ή τα κόμματα έχουν απλώς και τελεσίδικα ξοφλήσει; Μπορεί η απογοήτευσή μας από τα κόμματα να δικαιολογήσει την τελική και ανέκκλητη απαξίωσή τους; Θεωρώ πως όχι. Ακόμη και στο διάστημα των τελευταίων ετών, τα κόμματα αυτά λιγότερο ή περισσότερο αποτέλεσαν πυρήνες πολιτικού προβληματισμού, ανάλυσης και απόπειρες να συγκροτηθεί και να εκφραστεί πολιτική θεωρία. Αποτέλεσαν χώρο πολιτικού διαλόγου, μελέτης της ιστορίας των επαναστατικών κινημάτων και πολιτικών ζυμώσεων. Κάποια από αυτά είχαν ακτιβιστική, κινηματική δράση ενώ σε καιρούς δύσκολους για το νωθρό συνδικαλισμό επιχειρούσαν να διεισδύσουν στους χώρους εργασίας. Για το ΚΚΕ εξέθεσα ήδη κάποιους επιπλέον λόγους. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συνυπολογίσει κανείς την ήδη εκπεφρασμένη εν τις πράγμασι διάθεση για πολιτική συνεργασία(δεν εννοώ φυσικά την συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ!) καθώς και ό,τι στα δύο αυτά κόμματα συσπειρώνεται σημαντικό μέρος του πλέον ριζοσπαστικοποιημένου τμήματος της κοινωνίας. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε πως η ελληνική αριστερά δεν είναι και ποτέ δεν ήταν η παγκόσμια πρωτοπορία και πως σε άλλες χώρες η κατάσταση στην οποία αυτή περιήλθε εσχάτως είναι πολύ χειρότερη από την εδώ κατάσταση.


Τι μας λένε λοιπόν σήμερα τα κόμματα αυτά; Στην προηγούμενη ανάρτηση λίγο πολύ σκιαγράφησα την άποψή μου, που πιστεύω πως είναι κοντά με αυτήν των περισσοτέρων. Δεν μας λένε και πολλά. Αδυναμία υιοθέτησης μίας συνεκτικής ανάλυσης για την κρίση στην Ελλάδα και στον παγκόσμιο οικονομικό-πολιτικό σύστημα εν γένει. Αδυναμία συγκρότησης ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης. Αδυναμία ανάδειξης της ταξικότητας της σύγκρουσης. Αδυναμία λήψης ουσιαστικών πρωτοβουλιών που δεν θα καθιστούν την αριστερά ουραγό αλλά θα της αφήνουν περιθώρια να λαμβάνει ενίοτε την πρωτοβουλία στο ταχέως εξελισσόμενο πολιτικό σκηνικό. Ρωτώ επί παραδείγματι: γιατί δεν καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ή κάποιος άλλος σε διάλογο με στόχο την σύγκλιση όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Πόσο σημαντικότερη και πιο δικαιολογημένη τακτικά, στρατηγικά, πολιτικά είναι η συνάντηση Τσίπρα-Σαμαρά από μία τέτοια πρωτοβουλία;


Τι άλλο μας δείχνει η αριστερά; Πως έχει ξεχάσει να ασκεί πολιτική. Είπα πως η διάσπαση καθ’ εαυτή σε έναν πολιτικό χώρο όπως ο υπό συζήτηση, είναι αποδεκτή και σε κάποια έκταση, θα τολμούσα να πω, ακόμη και ευκταία. Όπως έλεγε και ένας σύντροφος πρόσφατα, η αριστερά δεν είναι πάντα απαραίτητη, γίνεται όμως απολύτως απαραίτητη σε περιόδους σαν και αυτή που διανύουμε. Η αριστερά έχει ξεχάσει να κάνει πολιτική γιατί αγνοεί πως η πολιτική δεν είναι η ταυτότητα με τον εαυτό. Δεν είναι η αποκάθαρση της θεωρίας από προσμίξεις. Δεν είναι εν ολίγοις η προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού με τρόπο που θυμίζει σχολαστική φιλοσοφία στα μοναστήρια. Και αν σε κάποιες περιπτώσεις και αυτή η ενασχόληση έχει την θέση της, όπως σε περιόδους κυριολεκτικής πανωλεθρίας της αριστεράς, τώρα αυτή η περίοδος χάριτος έληξε. Η πολιτική πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο και μπορεί να επανέλθει μόνο ως σύνθεση. Σύνθεση που δεν θα θυμίζει συμπαράταξη χωρίς εσωτερική σύνδεση, αλλά περισσότερο ζωντανό οργανισμό. Η ίδια η σύγκρουση οφείλει να επιστρέψει στην ενότητά της. Διότι η κοινή προέλευση των περισσοτέρων κομμάτων της αριστεράς την οποία αναφέρθηκα, έχει λησμονηθεί και από τα ίδια. Όχι ως ρομαντική αναπόληση αλλά ως θεωρητική προκείμενη. Αυτό λέγεται υπό την έννοια πως η διάσπαση-και το δικαίωμα στην διάσπαση- έχει νόημα μόνο όταν αυτή τελεί υπό την συνέχουσα αρχή της. Αυτή η συνέχουσα αρχή είναι, για όσους τελοσπάντων είναι, η επαναστατική απελευθέρωση της κοινωνίας από την εξαθλίωση και την υποταγή στην οποία οδηγείται. Ο αγώνας για δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομή του πλούτου. Η συνέχουσα αρχή είναι το όραμα μίας κοινωνίας με απελευθερωμένες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Είναι το πρόταγμα μιας κοινωνίας που δεν θα καθορίζεται από το χρήμα και την κίνηση του κεφαλαίου, που θα επιχειρήσει να αποτινάξει την πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων. Αυτή η συνέχουσα αρχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλει να αναδειχθεί από τα ίδια τα κόμματα. Υπό αυτή θα μπορέσει, τώρα που είναι απαίτηση των καιρών, να ενεργοποιηθεί ξανά γνήσια η πολιτική σύγκρουση. Ως τέτοια οφείλει πρώτα να αναδειχθεί στους κόλπους της αριστεράς και κατόπι να επιβληθεί σε αυτούς που υποκρίνονται πως δεν υφίσταται καν.


Αυτή πρέπει να είναι κατά την άποψή μου η στάση μας απέναντι στα κόμματα της αριστεράς˙ ένα κάλεσμα για επιστροφή στην πολιτική διά του εκ νέου προσδιορισμού εν σχέσει προς την ολότητα μιας εξεγερμένης κοινωνίας που αναζητά πολιτική διέξοδο, πίστη και στράτευση υπό ένα ιδεώδες, υπό ένα επαναστατικό και δημιουργικό πρόταγμα. Οι συνθήκες αντικειμενικά φαίνεται πως ωριμάζουν. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας προσβλέπει σε αυτά τα κόμματα για την οργάνωση της οργής και της δυσαρέσκειάς του, για την έμπνευση και την εκφορά εναλλακτικής πρότασης. Σε τελική ανάλυση για την ίδια την ένταξή του σε έναν πολιτικό οργανισμό, πράγμα που για τους περισσότερους αποτελεί αφ εαυτού κάτι το νέο. Σε τελευταία ανάλυση, σκοπός πρέπει να είναι, αν οι ηγεσίες δεν μπορούν, οι βάσεις να δείξουν τον δρόμο. Η αριστερά οφείλει να ενωθεί και να δείξει εν τοις πράγμασι πως η ενότητα είναι εφικτή. Οφείλει με αυτήν την πρώτη νίκη να συμβάλλει στην ενστάλαξη ενός αισθήματος εμπιστοσύνης και ελπίδας. Αν δεν μπορούν τα μέλη της να συνενωθούν μπροστά στην απειλή πλήρους καταστροφής, τότε πώς θα πείσουν για την δυνατότητα συγκρότησης μιας άλλης κοινωνίας; Εν κατακλείδι, ας παραφράσω ένα γνωστό σύνθημα: να επανακαταλάβουμε τα κόμματα!